ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΒΡΙΗΛΙΔΗ
Β.ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΟΡΕΙΑ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Α
Αγαπήσαμε πρόσωπα
που μένουν να τα δεχτούν κάποιοι άλλοι
-
σαν γυρολόγοι που ξεπουλήσαμε πραμάτεια
κι απομένει, τ’ όφελος του κέρδους στην τσέπη.
Δεν μετράει τι χάσαμε ...
τώρα που νιώθουμε πως βουλιάζουμε
στην πικρή κάθοδο της ανησυχίας.
Μικρή η καρδιά μας
ανάλογα με το χρέος της μεγαλώνει.
Κι είναι η ψυχή μας ένας άνεμος
που ποτέ δεν φτάνουμε
στην ίδια εποχή
Έτσι αλλάζουμε
το ταξίδι μας, τους σκοπούς μας,
την προσμονή μας.
Κάποτε λέγανε η αγάπη
είναι μέταλλο σαν το χρυσό ή κάτι τέτοιο
Ύστερα έβαλαν τη νιότη μας
στο κυνήγι του άγνωστου θησαυρού
όμως η αγάπη
είναι μια φούχτα πλαστελίνη
που πάντοτε άλλαζε
το σχήμα και η τέχνη
ένα μοντέλο χωρίς μια οριστική του μορφή
Χτες βράδυ
καθίσαμε να μοιραστούμε
τις μέρες που πέρασαν
-
μέσα βαθιά μου
έστεκε πάλι η γριά ζητιάνα
Β
Το σπίτι μας μητέρα
πνίγηκε απόψε -
στα λούλουδα του κήπου που γιγάντεψαν.
Έτριξαν τα πορτόφυλλα
ορθάνοιχτα μάτια
που όσοι πέρασαν κλείστηκαν
και δεν ξαναφάνηκαν πια.
Η αγάπη μας
ένα καρβέλι αμοίραστο στη στόφα
μια ευχή
που από χείλη σε χείλη εξαϋλώθηκε
ώσπου ακουμπάμε πια δόντια με δόντια.
Ένα ματσάκι μανουσάκια στο ποτήρι
είναι μεγάλη ευτυχία
να είναι ακόμα δροσερά στη μνήμη μου
κομμένες απ' το λιβάδι της ευτυχίας
που δεν το φτάσαμε ποτέ.
Κι όμως
κάθε Κυριακή μυρίζαμε στο βάζο
την υποψία της ομορφιάς του
σαν την ελπίδα
που κλείνει κανείς στο λίγο χώρο του μυαλού
για το μεγάλο όνειρο
Στην άκρη της μεγάλης στράτας
η πέτρινη βρύση αδειάζει
τον τελευταίο της μαστό
Το σπίτι μας μητέρα
πνίγηκε απόψε -
Έγινε μια κορνίζα παμπάλαιη
ένας καθρέφτης όπως εκείνοι
που κάθε πρωί σου λένε " καλημέρα "
Γ
Η μια μέρα δίπλα στην άλλη.
Βαγόνια αμπαρωμένα
που διαρκώς εναλλάσσονται μπροστά μας.
Ονόματα που ποτέ δεν κατέβηκαν
σε κανένα σταθμό.
Πρόσεξε τι θα κρατήσεις
από την τελευταία γιορτή
στο μεγάλο αμφιθέατρο.
Ξημερώνει κι εσύ ρωτάς:
Αντί για φίλε το μυαλό ουρλιάζει «θαλαμοφύλακα»
αντί για γυναίκα ουρλιάζει προσευχές
και η αγάπη άστεγη δύναμη
όλη τη νύχτα γραντζουνώντας τις εξώπορτες.
Κάποτε όλοι μιλούσαν
για τους καιρούς που θα 'ρθουν...
Ας σιωπήσουμε
με κείνη τη γεμάτη από πειρασμό ησυχία
αμετανόητος
ο κάθε ένας για την παρουσία του.
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
ΘΑΛΑΣΣΑ
Μπροστά στα μάτια μου
η θάλασσα στρογγυλή
μια κηλίδα αίμα στο μικροσκόπιο.
Όπου και να φτάσουμε
οι άγκυρες ανασύρουν τα μαλλιά σου.
Ο βυθός καθρεφτίζει το κορμί σου
όπως το βράδυ
που στάθηκες έτσι γυμνή αντίκρυ στο τσιμέντο.
ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ
Μέτρησα εφτά φορές τα βήματά μου.
Εγώ στη γλώσσα μου
και ο τιμονιέρος στη δική του.
Βάλθηκα να μαθαίνω γλώσσες της Ανατολής.
Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά....
Το σώμα μου μες στο σκοτάδι
πυρόλιθος της σιωπής
κι οι φάροι μια καμτσικιά στο πέλαγος.
Μια βροχή από διάττοντες
με χάραξαν από την κορφή ως τα νύχια.
Όμως έτσι κι αλλιώς
τα πιο ελαφριά στοιχεία μου
βρήκαν διέξοδο στο κρανίο.
Και συ μείνε κοντά μου
για ‘πόψε.
Όχι για τίποτα άλλο
αλλά για να μπορέσουμε
να κρατηθούμε στην άκρη του στίχου
όταν τίποτα δεν θα ‘πομείνει αβύθιστο
και η μόνη μας σωτηρία
θα είναι το ποίημα.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Σαν ενυδρείο
Οι μέρες, μάς περιβάλλουν από γυαλί.
Πόσα απογεύματα αλήθεια
μοιραστήκαμε άδοξα!
-
Σε νιώθω στην γκρίζα πόλη σου
Αδιάκοπα να κοιτάς από τα τζάμια
Ένα μικρό στις ράγες
Να δρασκελίζει την ανία του μεσημεριού.
Αδερφέ μου εδώ
Ακόμα μια Κυριακή τελειώνει.
Ματωμένος ουρανός
Κι η θάλασσα χιλιάδες κομμάτια γυαλί.
ΕΛΕΝΗ
Μέσα κλειστά τα παραθύρια.
-
Άσπρα πανιά οι κουρτίνες
ταξιδεύουν τον έρωτα.
Ωχρή κοιτούσες στην οροφή
την παράξενη ακροβασία της ανίας.
Πανάρχαιο κορίτσι της Ελένης
σχεδίες οι κόγχες των ματιών σου.
Πόσοι κρατήθηκαν ναυαγοί;
Άραγε εμείς, είμαστε
οι ταλαίπωροι Έλληνες
ή οι ταλαίπωροι Τρώες;
Πόσο αλλόκοτους μας βρίσκει το σκοτάδι!
Χωρίς τα μάτια σου
παρασύρομαι στη δίνη των μαλλιών σου,
κι ύστερα βουλιάζω αδύναμος
ανάμεσα στα δυο σου πόδια.
ΡΕΜΕΝΤΖΟ
Το πλοίο μας
απόψε θα σαλπάρει
όχι για έξω απ’ το λιμάνι
μα μέσα στη στεριά
κυλώντας σε χιλιάδες
αδειανά μπουκάλια αλκοόλ
καπνίζοντας τα άδεια κιβώτια
από τις τσιμινιέρες.
Το πλοίο μας γι απόψε
θα σημάνει το «ςος»
όταν τα πελώρια ρήγματα
θα μας βυθίσουν
στης μέρας τα τεράστια
τα κύματα φωτός.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ
Α
Πόσο καιρό αυτοί
εκεί κλεισμένοι βηματίζουν
τεμαχίζοντας στα δυο
το νοητό τους κόσμο.
Άμοιροι, που πέταξαν το κλειδί
κι ύστερα βάλθηκαν
να φωνάζουν βοήθεια!
Β
Κάθε μεσάνυχτα
κι ένας ποιητής αποκοιμιέται στο παράθυρο μου.
Ίσα που προλαβαίνω το νεύμα της μεγάλης κούρασης.
Ύστερα ένας βαρύς ίσκιος αγκαλιάζει τους τοίχους.
Άγνωστα πρόσωπα
απερίγραπτα αποτυπώματα.
Ότι απομένει το άλλο πρωί
το μαζεύουν τα άστεγα περιστέρια του δρόμου
Δ
Τα όνειρα
ένα κοπάδι άγρια άλογα
που τα καβαλίκεψαν πολλές φορές
με επιδεξιότητα -
ώσπου στο τέλος,
έγιναν ήρεμες σκιές
παραμορφωμένες φιγούρες κατοικίδιες.
Κάποτε έτρεχες τις νύχτες
στους δρόμους πανικόβλητος.
Σε κάθε τοίχο δυο κόκκινα χείλη
-
Χαράματα, λιπόθυμος στο στρώμα.
Ούτε ένα χέρι να σβήσει το πορτατίφ.
Τώρα μια τρύπα σημαδεύει τη ζωή σου
και η πατρίδα κυματίζει ξέγνοιαστα
στα δημόσια κτίρια και τις παρελάσεις.
Αν θα φωνάξεις ποτέ
θα είναι η στιγμή που θα χάνεσαι!
Ε
Μες στα χαρτιά ολημερίς
γυρόφερνε τη ζωή του.
Στο τέλος την έκλεινε στα ντοσιέ
κι έφευγε στην ώρα του.
Άλλοτε τα ξεσκόνιζε επιμελώς
κι ύστερα καθότανε μπροστά
με τα επίσημα ρούχα…
σαν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες
έξω από τα οστεοφυλάκια
Δύσκολοι χρόνοι
για φιλί, για δάκρυ, για ποίηση.
-
Άνθρωποι αόριστοι,
ελεύθεροι σκοπευτές
ανάμεσα στα πελώρια ανοίγματα των πράξεων τους, δολοφονημένοι τα μεσημέρια
απ’ την ανέκφραστη σιωπή των αγαλμάτων.
Η πόλη ολάκερη
πελώρια χαρτοσακούλα
πεταμένη στην άκρη των επερχόμενων χρόνων,
εξανεμίζοντας στους μολυσμένους ουρανούς της
μια διαλυμένη σιωπή,
ίδια με αυτή που αναδύουν
τα πένθιμα και μουντά χρώματα
Ξέσκεποι τα βράδια χωρίς ουρανό.
Η μέρα τόσο απότομα γυρίζει το σκοπό της.
Κάθε που παίρνει και βραδιάζει
γίνεται το σπίτι μια μακρινή Ιθάκη
Θυμάμαι το στερνό σου λόγο
τότε που σμίγαμε στις ρίζες των δένδρων:
«Ονειρεύομαι τη μεγάλη άνοιξη.
Τώρα που δεν είμαστε τίποτα άλλο
μα τίποτα άλλο
παρά η ψυχή ενός χόρτου.»
ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Έδωσες το ζωτικό σου χώρο
αντιπαροχή
για ένα ασφαλές δωμάτιο
σε κάποιο όροφο
της κοινωνικής μας επιφάνειας.
Ύστερα ντύνεσαι το πανωφόρι
της ηθελημένης στέρησης
ανηφορίζοντας τις πλατείες με τ’ αγάλματα
κοιτώντας ποια έκφραση σου πάει πιο πολύ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΝΗΜΗΣ
Α
Δεν κράτησα ποτέ φωτογραφίες
γι’ αυτό και γράφω μετά το γεγονός.
Για ένα ιδιωτικό σινεμά
στο σκοτεινό θάλαμο του μυαλού μου.
ΣΙΩΠΗ
Κάθε φορά κάποιος διέκοπτε.
Τόσες φορές
που τελικά δε χρειάστηκε η σιωπή μας.
ΥΠΕΡΟΨΙΑ
Μη με κοιτάς
με τον τρόπο της αφάνταστης
υπεροχής του δημιουργού
όλα τα πράγματα
στο τέλος θα μας κερδίσουν
ΕΦΗΒΟΣ
ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ
Γυρεύω μια άκρη του κόσμου,
Ένα όριο.
Η αγάπη με κράζει
η ζωή μ’ αφουγκράζεται.
Ούτε δω ούτε κει.
Αφήνω το σώμα μου
Και μαγεμένος ακολουθώ τη σκιά μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ
ΣΤΗ ΜΑΡΙΚΛΑΙΡ
Σαν ανοίγεις τα μάτια σου
ανοίγει ένας ήλιος.
Μας πλημμυρίζει και μας κυκλώνει.
Μα εγώ προτιμώ
να τον καρφιτσώνω στο πέτο σου
για να δρασκελίζετε μαζί
να χοροπηδάτε μαζί
στα κοριτσίστικα τρεχαλητά της μέρας.
Σαν ανοίγεις τα μάτια σου
φτερουγίζει ένα πουλί.
Μας αγγίζει και μας σκεπάζει.
Μα εγώ προτιμώ
να το δένω στο δάχτυλό σου
για να δρασκελίζετε μαζί
να τραγουδάτε μαζί
στα κοριτσίστικα τρεχαλητά της μέρας.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τούτος ο χειμώνας
κατέβηκε πρόωρα
και μας ροκανίζει τα δάχτυλα.
Άταχτα ανακατεύονται τα χρώματα
καθώς ο αέρας μανιασμένα τα σπρώχνει
στο κύμα να τα ξεπλύνει.
Γρήγορα πέφτει η νύχτα.
Ο κήπος βουλιάζει.
Στη μικρή σου κάμαρη
ένα λαμπιόνι παραφυλάει ίσκιους
κι αυτοί ακίνητοι χωρίς ξελευτεριά.
Μην απελπίζεσαι....
Αύριο θα ‘ρθει η αυγή
να τα ζωγραφίσει
πάλι απ’ την αρχή.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Ο καλύτερος τρόπος πια
να κρύψεις τον εαυτό σου
είναι να βγεις στο πλήθος
μέρα μεσημέρι.
Πέρασαν οι εποχές των υγρών τοίχων
τα άγρια ουρλιαχτά πάνω από το στρώμα
το δαγκωμένο όνειρο οληνυχτίς στο μαξιλάρι.
Ο καλύτερος τρόπος πια
είναι τα συνταγμένα πλήθη
τα στοιχημένα βλέμματα
οι ουρές των αστικών.
Και γω σε χαιρετώ..
Ω! θεατρίνε
μάγε της ζωής χωρίς ζωή!
Τόσο καιρό αυτοί με ψάχνουν
κι όμως ακόμα δε με βρήκαν πουθενά!
ΑΓΩΝΙΑ
Ο κόσμος ένα δωμάτιο χωρίς τοίχους.
Αφού ό,τι γίνεται μένει μεταξύ μας.
Οι επόμενοι δεν νοιάζονται ποτέ
για τα πεθαμένα ιδιωτικά μας.
Κι αυτό μας σπαράζει και γράφουμε.
Για ένα τόσο δα μυστικό..
για μια τόση δα μικρή άδοξη γνωριμία..
ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Ήταν ένας αλλόκοτος τρελός.
Μισούσε πάντα τα πανωφόρια.
Όταν ο κόσμος –έλεγε-
η γύμνια ταξιδεύει μοναχικά
όπως η σκέψη που τραβάει το δικό της δρόμο
όταν γλιστράει στα μηνίγγια
και ο καπνός όταν ξεκόβει απ’ τη φλόγα.
Όταν αγγίζω έλεγε
τότε η ψυχή δρασκελά το χάος
«το μακρύτερο ελάχιστο».
Ήταν ένας αλλόκοτος τρελός.
Πάντα μιλούσε για συγκάτοικους
που δεν έβλεπε ποτέ.
Φωνές πάνω σε άλλες φωνές
σαν τις εφτά εποχές της Τροίας.
Ήταν ένας αλλόκοτος τρελός.
Του άρεσε να βλέπει το φεγγάρι μες στα νερά.
Ήταν πιο φρόνιμο έλεγε
να κατεβαίνουν τ’ άστρα κάτω
απ’ το ν’ απομακρύνεσαι μοναχικά
πάνω από τη γη.
ΦΟΒΟΣ
Κάποια στιγμή γυρίζοντας αβόλευτα του είπε:
Την προδοσία φοβάμαι.
Το αίμα των δακρύων της ψυχής μου.
Τα χνώτα του πόνου που θα ανασαίνω.
Τον γκρεμό του χρόνου που καταποντίζονται
τα ‘χνάρια της καρδιάς μου.
Την ασυνέχεια του κορμιού μου.
Και αυτός την ένοιωσε
Γι αυτό κοιτώντας τη στα μάτια της απάντησε:
«Όταν μου μιλάς όταν με ζεις
Είναι σα να περπατάς ήδη σ’ ένα γεφύρι
και μονολογείς τους φόβους σου.
Είναι σα να σου κλείνουν κενά και ρήγματα
Γιατί οι γέφυρες άλλο σκοπό δεν έχουν
Παρά μόνο να σε πάνε μακρύτερα.
Άλλη έγνοια δεν έχουν.
Ακόμα κι αν εσύ περάσεις αντίπερα
και μείνουν με τη σκόνη των βημάτων σου.
Και αυτό γιατί εσύ πέρασες»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Το να μπορείς να με κοιτάς
ύστερα από χρόνια στα μάτια
στα σκαμμένα πια βαθιά
αυτά ορύγματα
μετά από τόσα γεγονότα και παραστάσεις,
το να μπορέσεις να μιλήσεις
όχι σαν σοφός-
αλλά με την σοφία των περιστάσεων
είναι και αυτό…. μια ένδοξη κατάληξη
ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Έδωσες το ζωτικό σου χώρο
αντιπαροχή
για ένα ασφαλές δωμάτιο
σε κάποιο όροφο
της κοινωνικής μας επιφάνειας.
Ύστερα ντύνεσαι το πανωφόρι
της ηθελημένης στέρησης
ανηφορίζοντας τις πλατείες με τ’ αγάλματα
κοιτώντας ποια έκφραση σου πάει πιο πολύ.
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Σημαδεύουμε τον καιρό
μ’ αυτό το χρέος το απλήρωτο.
Σημαδεύουμε τον καιρό
στο ίδιο πάντα στρογγυλό φεγγάρι.
Στην πόλη που ξεκίνησες.
Στην πόλη που ξανάρθες.
Τη μία στρατηγός.
Την άλλη άθλιος ζητιάνος.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Απόμειναν τα λόγια σου
να τα μετρώ στους δρόμους
σαν πατημένα φέιγ βολάν
και συ, κρατώντας μες στα χέρια σου
την αποκεφαλισμένη ιδεολογία σου
πετώντας την ανυπόγραφα στα ύψη.
Απόμειναν τα λόγια σου
σαν νυχτερίδες που δεν φαίνονται
μα ξενυχτάνε κάτω απ’ το φεγγάρι.
Και οι παλιές αυλές
σαν παλιοφάναρο μες την αντάρα
τώρα που δεν φτάνουν οι φωνές αλλά τα σήματα.
Σιγά περπατάμε γιατί όσο ακουγόμαστε
όλα γερνάνε περισσότερο,
Πού ήσουν;
-
σε χιλιάδες εφήμερες μάχες
σε μια πατρίδα που τα βράδια
παίζει χαρτιά με τον εχθρό
κι όλο χάνει και χάνεται.
-
ένας στρατός,
ένας κόσμος.
ΣΤΡΟΦΗ
Στους καιρούς μας οι τρομερές πολιτείες
υπέταξαν τους σοφούς τους.
Τους πρωτοκόλλησαν στις πλατείες
και στους δρόμους.
Τους στέγασαν στα δημόσια πάρκα.
Έτσι πια ακίνδυνα προσανατολιζόμαστε.
Απ’ την οδό επανάστασης
Στην πλατεία δημοκρατίας
και από κει,
στο κυριακάτικο γιουσουρούμ.
ΧΡΩΜΑ
Kάθε φορά που σου γράφω
ανακατεύω τον ίδιο ρυθμό.
Πάλι…και πάλι…
Σαν τη μονότονη παλέτα ενός ζωγράφου
Εσύ και γω
τα βασικά της χρώματα
κι όλα τ’ άλλα
οι εναλλακτικοί συνδυασμοί.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Μέσα μου
δεν έχω πια στίχους να θρέψω.
Πίσω απ΄ τις λέξεις
Οι εποχές αυλακώνουν τον κόσμο,
ένα χωράφι που οργώνεται απ’ την αρχή.
Κατατρομαγμένα τα συναισθήματα ξεπετάγονται
σε νύχτες σειρήνων και προσαγωγών.
Τούτη τη φορά δεν θα σπείρει ο λόγος.
Ιδρώτας θα πέσει και αίμα.
Και συ
ανάστηνέ με χωρίς οίκτο.
Στο τέλος δε θ’ απομείνει τίποτα.
Βασιλεμένοι ποιητές θα βγαίνουν στους δρόμους
μαζεύοντας τα πεταμένα στιχάκια.
Σωροί τ’ αγάλματα θ’ αλλάζουν μέλη.
Και συ
ανάστηνέ με χωρίς σταματημό.
ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Σε κοιτάζω που φεύγεις
μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά
σαν το καράβι
που πάντα σφυρίζει εντός μου
χρόνια τώρα στα κατάβαθα της ψυχής μου
Σε βλέπω να τακτοποιείς
με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης
που αναδίνουν τα μάτια όταν αγγίζουν
ιστορίες που κλείνονται ή ανασύρονται από ντοσιέ.
Και γω γκρεμίζομαι
από τα μάτια σου στα χείλη
σε μια πτώση χωρίς τέλος.
Με τη γεύση
της ατέλειωτης νυχτερινής καταιγίδας φιλιών.
σα μια βροχή από διάττοντες
σε έναν ουρανό που κέρδισα
σκάβοντας με τα νύχια μου όλη τη νύχτα
την οροφή
που μας έφραζε τα όνειρα
ΟΠΤΑΣΙΑ
Σε θέλω ένα απόγευμα στην ακροθαλασσιά
καθώς στο βυθό θα σπρώχνoνται
απ τα βάθη του νου
οι τρομερές εποχές των ψευδαισθήσεων.
Σε θέλω ένα απόγευμα στην ακροθαλασσιά
με ένα κατάλευκο φουστάνι
κι ο άνεμος κεντημένος πάνω του
σε χίλιες πτυχές
να κοιτάς τον ορίζοντα
και γω να ζωγραφίζω καράβια στα δυο σου μάτια
Σε θέλω ένα απόγευμα στην ακροθαλασσιά
επάνω σου να ξαναγεννηθώ από την αρχή
εσύ το νερό και γω το χώμα
ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Η πρωτόφαντη ζέστη
μας τύλιξε στο σώμα μανδύα καφεκίτρινο.
Άμμο και φύκια
και δυο χείλη από κοχύλια
Νερό κι αρμύρα πάνω στην πέτρα.
Αργά τ’ απόγευμα το ύπουλο αεράκι
μας ετοιμάζει
ολονύχτια σωματική έρευνα στο σκοτεινό γιαλό
κι ανάκριση στους προβολείς των άστρων
παραμονεύοντας το κύμα εκεί
για ανομολόγητες εξομολογήσεις.
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ
Φεύγοντας άφησες το παράθυρο διάπλατα ανοιχτό
σαν ένα δρόμο για να περάσει
η ψυχή στον άλλο χρόνο
εκεί που η ζωή δε χαρίζεται να περιμένει
-
Σα χούφτα νερό στην άμμο πέφτει
μένοντας στα χέρια μας
μια λύπη θάλασσας
με δάκρυα από αλάτι.
Σπαθίζοντας το φως
πορεύεται απελπισμένα σε σπηλιές,
ν’ αγκαλιαστεί με ήχους
που φέρνει το κύμα στη ψυχή.
Μέρες και μέρες.
Να φτάνει στ’ ακρογιάλι
και πάντα να μαζεύεται
μπροστά σε μια ερωμένη πολιτεία
που ποτέ δεν έκανε το άλλο βήμα.
Άφησες το παράθυρο διάπλατα ανοιχτό
σαν ένα δρόμο για να περάσει η ψυχή
στον άλλο χρόνο
που έφτανε πάντα ως τα πόδια μας
και οπισθοχωρούσε ανεπιστρεπτί…..
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Γύρισα ανάποδα τα μάτια μου
και βάλθηκα να κοιτάζω.
Στο μεταξύ σπίτι ποτέ δεν υπήρχε.
Ούτε ανοίγματα, ούτε διαφυγές.
Μόνο ένας αιώνια άστεγος θυρωρός
έκλαιγε μέσα στη νύχτα.
Όμως εγώ ξαναντύνομαι τη ζωή
και ξεπηδώ ανάμεσά σας σωστός εφιάλτης.
.
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙΣ
ΣΤΟ ΦΙΛΟ
Έφυγες
με τη χαρά φορτωμένη στους ώμους
και δυο μάτια όλο φως
δείχνοντάς μας σαν παιδί
τα σπασμένα σου όνειρα.
Έφυγες
με τα φτερά γιγάντιων ίσκιων
πάνω απ’ τη λύπη μας
με ένα άνεμο για καρδιά.
Θα ξανάρθεις
σ’ ένα χρόνο δικό σου
ψάχνοντας
στις μπερδεμένες σελίδες ενός παραμυθιού
τον χαμένο σου δρόμο κάτω απ τις λέξεις.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων που τροφοδοτεί τις αντιλήψεις μας και τις αποφάσεις μας, υπάρχει και ένας δεύτερος κόσμος από μια άλλη ματιά της ψυχής, από μια δεύτερη ανάγνωσή της.
Κόσμος ηρεμίας-
Ότι σταλάζει μέσα μας αδούλευτο μας γερνάει ,ότι επεξεργάζεται η ψυχή μάς αναγεννάει.
Άλλο μυστικό δε βρήκα μιας νιότης που να αντέχει στο χρόνο.
Άλλη γλώσσα δε βρήκα μιας ζωής που να ανασταίνει τα συναισθήματα.
Μαζεύω το διάσπαρτο κόσμο μου, γιατί ταξιδιώτες είμαστε κάτω από τον ουρανό του χρόνου που τις μέρες μας σα στάλες βροχής προσπαθούμε να συγκρατήσουμε-
Προσπαθώ να ενώσω τα ίχνη απ’ όπου πέρασα για να αντιτάξω στην απαισιοδοξία της φθοράς την ευτυχία της ύπαρξης.
Κι έτσι καθώς ενώνω γραμμές ζωής νιώθω νυχτερινός επισκέπτης στα όνειρά σου και την καρδιά σου. Σα σκιά που φοβάται το φως γιατί τη διαλύει και την εξαφανίζει.
Από την άλλη νιώθω ότι ήρθε η στιγμή η δική μου να αναμετρηθώ με το φως, γιατί στο φως παίρνουμε τη ζωή που μας ανήκει… ζούμε τη ζωή που μας ξαναγεννάει…
Έτσι αφήνω τις αστραπές της ψυχής μου να φωτίσουν τις κυψέλες του μυαλού, και τις εργάτριες αισθήσεις μου να δουλέψουν το φως, την αγάπη, τη γνώση την αίσθηση, σε μέλι ζωής για μια δίκαιη μοιρασιά της ψυχής σε ένα δείπνο τυλιγμένο από μέρες δικαιοσύνης.
Σε ένα δείπνο που θα καθαγιάζει την έσχατη μοίρα μας, σε ένα δείπνο χωρίς φόβο πόνο και αγωνία.
Λυτρωτικό στην πανδαισία μιας καταιγίδας από ψιχάλες χρόνου αποκομμένες από την αιωνιότητα προς τον φθαρτό πηλό μας και δροσιστικές στην καιώμενη βάτο των παθών μας.
Σε ένα δειλινό που ο ήλιος θα κρέμεται σαν σκουλαρίκι πάνω απ΄ τους ώμους σου και γω θα ψιθυρίζω:
Μόνο αν το θελήσεις θα βασιλέψουμε
Μόνο αν με κλείσεις έξω από τα μάτια σου θα χαθώ
«Κάποτε ρίχναμε μες στη φωτιά του κόσμου μας τη νιότη και τώρα ψάχνουμε μέσα στις στάχτες να ξεχωρίσουμε ποιες ήταν οι άξιες και ποιες όχι.»
Όμως εκείνα τα μάτια των εφήβων σαν τα κιτρινισμένα βιβλία στις προθήκες αντέχουν μες στο χρόνο
Σιωπηλοί κι αρματωμένοι, ακόμα έτοιμοι, για τη μεγάλη μάχη, που δεν έδωσαν ποτέ……